- επερεισμός
- ἐπερεισμός, ο (Α) [επερείδω]σύγκρουση αισθημάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπερεισμοῖς — ἐπερεισμός impact masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπερεισμόν — ἐπερεισμός impact masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)